- ἀρτιγένεθλος
- ἀρτι-γένεθλος, jüngst geboren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτιγένεθλος — ἀρτιγένεθλος, ον (Α) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + αρχ. γενέθλη «γέννηση»] … Dictionary of Greek
ἀρτιγένεθλος — just born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγένεθλον — ἀρτιγένεθλος just born masc/fem acc sg ἀρτιγένεθλος just born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγενέθλους — ἀρτιγένεθλος just born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek